Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009

ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ

Γύρω σου η πλάση, όλα είν' αδρά, παρθενικά, πηγαία
το Φως, η Θέα,
κι άλλη μια πλάση δέρνεται στην άκρη μιας αβύσσου,
νύχτα, η ψυχή σου.

.......................

Πούθ' έρχεσαι; που θες να πας; και που με πας εμένα;
Σε μια πατρίδα με γυρνάς ή σέρνεις με στα ξένα;
Τι απάνου από την ξενητιά κι απάνου απ' την πατρίδα
και αρχή και τέλος, η ομορφιά και αστέρι και πυξίδα.

.......................

Η τρισελεύθερη ψυχή στο σώμα κλειστή; Εκείνη
των όλων αφρός, η άμετρη, στο μέτρο, στο κομμάτι;
Το σώμα υπάρχει στην ψυχή, και των ματιών του κάτι
θεοπρόβλητο, είναι από της ψυχής την απεραντοσύνη.

.......................

Σκύψε μεσ' στο βιβλίο σου, μη ζητάς
προβλήματα, ρωτήματα, όλα να τα καταλάβης
μόνο την καρδιά σου να ρωτάς
μην παύης...

"Νύχτες του Φήμιου."

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
.

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2009

A CHRISTMAS CAROL

://www.youtube.com/v/qh_fUMgFomk&hl=en_US&fs=1&">

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Σὲ λίγο, ἕνα ἄλλο φάντασμα, τυλιγμένο στὴν ὁμίχλη, προχώρησε ἀργὰ πρὸς τὸν Σκροῦτζ. Παρατήρησε ὅτι τὸ Πνεῦμα αὐτὸ φοροῦσε μία τεράστια μαύρη κάπα καὶ μία κουκούλα ποὺ τοῦ ἔκρυβε ἐντελῶς τὸ πρόσωπο. Ὁ Σκροῦτζ παραλίγο νὰ λιποθυμήσει ἀπὸ τὸν τρόμο του.

«θὰ πρέπει νὰ εἶσαι τὸ Χριστουγεννιάτικο Πνεῦμα τοῦ Μέλλοντος», ψιθύρισε. «Τί μοῦ ἐπιφυλάσσει τὸ μέλλον; Ἴσως ν᾿ ἀλλάξω... Εἶμαι ἕτοιμος νὰ σὲ ἀκολουθήσω».

Παρὰ τὰ γενναῖα του λόγια, ὁ Σκροῦτζ φοβόταν τόσο πολὺ αὐτὸ τὸ φάντασμα, ὥστε τὰ πόδια του ἄρχισαν νὰ τρέμουν. Δὲν μποροῦσε νὰ κάνει βῆμα. Τὸ Πνεῦμα παρέμεινε ἀκίνητο περιμένοντας ὑπομονετικὰ τὸν Σκροῦτζ μέχρι νὰ συνέλθει. Ἔπειτα κινήθηκε ἀθόρυβα. Καὶ ὁ Σκροῦτζ τὸ ἀκολούθησε σὰν νὰ τὸν τύλιξε ἡ κάπα τοῦ Πνεύματος, ποὺ τὸν παρέσυρε στὸ ἄγνωστο.

Κοσμοσυρροὴ καὶ ὀχλαγωγία στὸ χρηματιστήριο. Τὸ Πνεῦμα μὲ τὸν Σκροῦτζ ἀνάμεσα στοὺς χρηματιστὲς καὶ στοὺς ἐμπόρους. «Πότε πέθανε;» ρώτησε κάποιος ἀπὸ τὸ πλῆθος. «Χθὲς βράδυ, νομίζω», ἀπάντησε ἕνας ἄλλος. «Δὲν πιστεύω νὰ πάτησε κανεὶς στὴν κηδεία του», σχολίασε ἕνας τρίτος. «Ἐπιτέλους ξεκουμπίστηκε... Τὸν σιχαίνονταν ὅλοι!».

Ὁ Σκροῦτζ ἔνιωσε οἶκτο γι᾿ αὐτὸν ποὺ μιλοῦσαν. Ἀναρωτήθηκε γιὰ ποιὸ λόγο νὰ τὸν ἔφερε τὸ Πνεῦμα σὲ τοῦτο τὸ μέρος. Ἔπειτα ἀναγνώρισε κάποιον ἄλλο χρηματιστὴ στὴ συνηθισμένη του θέση. Μάταια ὅμως ἔψαξε νὰ βρεῖ καὶ τὸν ἑαυτό του.

«Ἴσως», σκέφτηκε, «ὁ Σκροῦτζ τοῦ μέλλοντος θὰ παρατήσει τὶς συναλλαγὲς καὶ θὰ στραφεῖ πρὸς ἄλλες δραστηριότητες...».

Γύρισε νὰ ρωτήσει τὸ Πνεῦμα. Ἀλλὰ ἐκεῖνο ἐξακολουθοῦσε νὰ σωπαίνει. Σήκωσε μόνο τὸ χέρι καὶ ἔδειξε μὲ τὸ μακρύ του δάχτυλο πρὸς κάποια κατεύθυνση. Ἦταν καιρὸς νὰ συνεχίσουν τὸ ταξίδι τους. Ὁ γέροντας ἔνιωσε νὰ διαπερνᾶ τὴ ραχοκοκαλιά του κρύος ἱδρώτας.

Ἔφτασαν σὲ μία κακόφημη γειτονιὰ τῆς πόλης. Ὁ Σκροῦτζ δὲν εἶχε ξαναπατήσει τὸ πόδι του ἐκεῖ. Στὴν ἄκρη ἑνὸς βρώμικου στενοῦ βρισκόταν ἕνα ἄθλιο καταγώγιο-φωλιὰ λωποδυτῶν! Μέσα, τρεῖς κλέφτες, ἕνας ἄντρας καὶ δυὸ γυναῖκες, μὲ τρύπια ροῦχα, μοιράζονταν τὴ λεία τους. Οἱ πεταμένες πάνω στὸ πάτωμα κουρτίνες ἦταν ἴδιες μ᾿ ἐκεῖνες τῆς κρεβατοκάμαρας τοῦ Σκροῦτζ.

«Καλὰ ποὺ κάναμε καὶ τὰ ἁρπάξαμε», κακάρισε ἡ μία γυναίκα. «Ἔτσι κι ἀλλιῶς, κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ ἐνδιαφερθεῖ γιὰ τὰ πράγματά του», πρόσθεσε ὁ ἄντρας.

«Ἂ τὸ γέρο-τσιγκούνη», ἔβρισε ἡ ἄλλη γυναίκα. «Ἂν ἦταν ἐντάξει ἄνθρωπος, κάποιος θὰ βρισκόταν δίπλα του τὴν ὥρα ποὺ πέθαινε». Ὁ Σκροῦτζ παρακολουθοῦσε ἀηδιασμένος τὴν κουβέντα τους. «Πνεῦμα», φώναξε. «Πᾶμε νὰ φύγουμε, σὲ παρακαλῶ, ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀπαίσιο μέρος». Ἀλλὰ ἡ σιωπὴ τοῦ Πνεύματος τοῦ πάγωσε τὸ αἷμα.

«Πνεῦμα», κλαψούρισε ὁ Σκροῦτζ, «βοήθησέ με νὰ ξεχάσω τούτη τὴ θλιβερὴ σκηνή. Πήγαινέ με σ᾿ ἕνα μέρος ὅπου οἱ ἄνθρωποι μιλοῦν εὐγενικὰ γιὰ τοὺς νεκρούς...».

Τὸ Πνεῦμα τὸν ὁδήγησε τότε σὲ δρόμους γνωστούς, πίσω στὸ σπίτι τοῦ Μπὸμπ Κράτσιτ. Ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά του ἦσαν ὅλοι μαζεμένοι γύρω ἀπὸ τὴ φωτιά. Ὅμως τὸ φτωχικὸ δωμάτιο ἦταν παράξενα σιωπηλό.

«Δὲ θὰ ἀργήσει ὁ πατέρας σας», εἶπε ἡ κυρία Κράτσιτ. «Ἔχει καθυστερήσει μόνο λίγα λεπτά», εἶπε κάποιο ἀπὸ τὰ παιδιά. «Τοῦτες τὶς μέρες βαδίζει πιὸ ἀργά».

«Ἄχ!» ἀναστέναξε ἕνα ἄλλο. «Ὅταν κουβαλοῦσε τὸν Τὶμ στοὺς ὤμους ἐρχόταν τρεχάτος γιὰ τὸ σπίτι».

Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ μπῆκε στὸ σπίτι. Εἶχε τὰ μάτια κατακόκκινα σὰν νὰ εἶχε κλάψει. Χαιρέτησε ὅμως τρυφερὰ ἕνα-ἕνα τὰ παιδιά του. Ἔπειτα εἶπε: «Ποτὲ δὲν πρόκειται νὰ ξεχάσουμε τὸ μικρούλη μας τὸν Τίμ, ἔτσι; Ἡ ἀνάμνηση τοῦ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς εὐγενείας του θὰ μᾶς κρατήσει γιὰ πάντα ἑνωμένους!».

«Ναί! Ναί!» φώναξαν τὰ παιδιά. «Ἔ, τότε, μὲ κάνετε νὰ νιώθω εὐτυχισμένος», ἀπάντησε ὁ Μπὸμπ «πολὺ εὐτυχισμένος!».

Ἀγκαλιάστηκαν ὅλοι. Καὶ δάκρυα γέμισαν τὰ μάτια τοῦ Σκροῦτζ.

«Πνεῦμα», εἶπε ὁ Σκροῦτζ, «σὲ λίγο θὰ χωρίσουμε. Δὲ θὰ μοῦ ἐξηγήσεις τὸ νόημα ὅλων αὐτῶν; θὰ ἤθελα νὰ δῶ καὶ τὴ δική μου πορεία στὸ μέλλον».

Ξαναβγῆκαν στὸ δρόμο καὶ προχωρώντας, βρέθηκαν ἔξω ἀπὸ τὸ γραφεῖο τοῦ Σκροῦτζ. Τὸ Πνεῦμα δὲν εἶχε πρόθεση νὰ σταματήσει. Τὸ μακρύ του δάχτυλο ἔδειχνε ἐμπρός.

«Σὲ παρακαλῶ, ἄφησε μὲ μία στιγμὴ νὰ δῶ πῶς θὰ εἶμαι στὸ μέλλον», ἱκέτευσε ὁ Σκροῦτζ. Τὸ Πνεῦμα κοντοστάθηκε σιωπηλό. Ὁ Σκροῦτζ κοίταξε ἀπὸ τὸ παράθυρο. Ἀναγνώρισε τὸ γραφεῖο του, ἀλλὰ ἡ ἐπίπλωση δὲν ἦταν πλέον ἡ δική του καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ καθόταν στὴν πολυθρόνα δὲν ἦταν ὁ Σκροῦτζ! Τὸ Πνεῦμα, ἀμίλητο πάντα, προχώρησε. Ὁ Σκροῦτζ ἀκολούθησε τὰ βήματά του. Μετὰ ἀπὸ λίγο ἔφτασαν σὲ μία καγκελόπορτα. Ὁ Σκροῦτζ γούρλωσε τὰ μάτια. Ἦταν τὸ νεκροταφεῖο. Τὸ Πνεῦμα πῆγε καὶ στάθηκε ἐμπρὸς ἀπὸ ἕναν τάφο. Ὁ Σκροῦτζ πλησίασε τρέμοντας. Πάνω στὴν ταφόπλακα διάβασε χαραγμένο τὸ ὄνομά του: «ΕΜΠΕΝΕΖΕΡ ΣΚΡΟΥΤΖ».

«Μά, τότε, στὸ χρηματιστήριο θὰ πρέπει νὰ μιλοῦσαν γιὰ μένα», κλαψούρισε, «καὶ οἱ κλέφτες λήστεψαν, μόλις πέθανα, τὸ δικό μου σπίτι!».

«Πνεῦμα, βοήθεια, βοήθεια!» φώναξε. «Δὲν θέλω νὰ τελειώσει ἔτσι ἡ ζωή μου. Μπορῶ... θέλω νὰ τὴν ἀλλάξω. Τὰ μαθήματα τῶν τριῶν πνευμάτων δὲν θὰ πᾶνε χαμένα. Μπορεῖς νὰ ἀλλάξεις τὸ μέλλον μου;».

Πάνω στὴν ἀγωνία τοῦ ὁ Σκροῦτζ ἀγκάλιασε τὸ Πνεῦμα ἀπὸ τὴ μέση. Ἀλλὰ ἡ κάπα ἦταν ἄδεια -τὸ Πνεῦμα ἔγινε ἀτμός- καὶ ὁ Σκροῦτζ ἀγκάλιαζε στὴν πραγματικότητα τὸ κάγκελο τοῦ κρεβατιοῦ του! Ναί, τοῦ δικοῦ του κρεβατιοῦ! Βρισκόταν πάλι στὴν κρεβατοκάμαρά του. Ἀνακουφισμένος ἀπὸ τὴν ἀγωνία, κλαίγοντας καὶ γελώντας, ἔτρεξε νὰ ἀγγίξει τὶς κουρτίνες. Ἦταν ἐκεῖ, στὴ συνηθισμένη τοὺς θέση. Βάλθηκε νὰ χοροπηδᾶ σ᾿ ὅλο τὸ σπίτι γεμάτος εὐτυχία. Ὅλα ἦταν στὴ θέση τους! Τίποτα δὲν εἶχε ἀλλάξει! Καὶ τὴ μεγάλη του χαρὰ διέκοψαν μόνο οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν, ποὺ χτυποῦσαν χαρούμενες σ᾿ ὅλη τὴν πόλη.


CHARLES DICKENS

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009

ΣΤΑ ΒΑΘΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ


«Στα βάθη της ψυχής μου»

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, χαρίσματα θεϊκά,
Ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια μυστικά.

Δὲν τὰ φωτίζει ὁ ἥλιος ποῦ λάμπει γιὰ τὴ γῆ
Καὶ πέρνουν φῶς ἀπ' ἄλλη πιο καθαρὴ πηγή.

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, ποῦ πάθη ταπεινὰ
Δὲν ἔχουν τόπο, νοιώθω δυὸ μάτια φωτεινά.

Καὶ βλέπω τὰ κρυμμένα, τ' ἀθώρητα θωρῶ,
Τὸν ἄνθρωπο, τὴν πλάσι, τ' ἀστέρια, τὸν καιρό.

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου κ' ἐκεῖ ποῦ δὲ μπορεῖς
Ποτέ σου νἄμπῃς − νοιώθω δυὸ μάτια ὁλημερίς.

Χεροπιαστὰ ξανοίγω τὰ πλάσματα τοῦ νοῦ
Κ' ἐπάνω μου σκυμμένους ἀγγέλους τ' οὐρανοῦ.

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου τὰ μαῦρα − μὴ σκιαχτῇς!
Ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια ὁλυνυχτίς.

Καὶ χώρα ξαντικρύζω μ' ἀσύγκριτη ὠμορφιά,
Μακρυὰ ἀπ' τὴν τρικυμία κι ἀπὸ τὴ συγνεφιά.

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου τὰ πλέον μυστικὰ
Ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια ἁρμονικά.

Κι ὅλο μ' ἐκεῖνα βλέπω μιὰ λύρα μαγική…
Ὠϊμέ! τὰ δάχτυλά μου δὲ φτάνουν ὡς ἐκεῖ.

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, ποῦ πάθη ταπεινὰ
Δὲν ἔχουν τόπο, βρίσκω δυὸ μάτια φωτεινά.

Καὶ βλέπω ἀγάλια ἀγάλια μπροστά μου νὰ περᾷ
Ὁ κόσμος τῶν ὀνείρων μὲ τὰ χρυσὰ φτερά.

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου δυὸ μάτια μυστικὰ
Τὰ νοιώθω ὁλανοιγμένα, χαρίσματα θεϊκά.

Διαβάζω 'ς τὸ βιβλίο τῆς φύσεως τὸ τρανὸ
Κάθε σβυστὸ ψηφίο καὶ νόημα σκοτεινό

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, 'ς τὰ βάθη τὰ ἱερά,
Ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια λαμπερά.

Τὰ περασμένα ἐμπρός μου διαβαίνουνε ξανά,
Καὶ δέχοντ' ἄλλο σχῆμα καὶ φῶς τὰ τωρινά.

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου τ' ἀμόλυντα γλυκὰ
Γλυκὰ ἀνοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια μυστικά.

Καὶ δείχνεται τὸ μέλλον ἀκόμα τὸ κρυφτὸ
Στὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου 'σὰν ἀστραπὴ κι αὐτό.

Ἐκεῖ ποῦ ἡ σκύλα ἡ Ἔγνοια δὲν πάει, δὲν ἀλυχτᾷ,
Μέσ' 'ςτὴν ψύχή μου κρύβω δυὸ μάτια ὁλανοιχτά.

Μιὰ μέρα τ' ἄλλα μάτια, ποῦ εἶνε ἀπὸ γῆ πλαστά,
Θὰ λυώσουν μέσ' 'ς τὸ μνῆμα μὲ τὸ κορμὶ κλειστά.

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου ποῦ πάθη κοσμικὰ
Δὲν ἔχουν τόπο, νοιώθω δυὸ μάτια μυστικά.

Αὐτὰ δὲ θὰ κλεισθοῦνε ποτέ, δὲ θὰ χαθοῦν,
Ἐλεύθερα μιὰ μέρα γοργὰ θὰ φτερωθοῦν.

Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου, τὰ μάτια τὰ θεϊκά,
Ποῦ μέσα μου ἀνοιγμένα τὰ νοιώθω μυστικά,

Ψηλότερ' ἀπ' τ' ἀστέρια, 'ς τὸν ἕβδομο οὐρανό,
Θὲ ν' ἀνταμώσουν πάλι τὸ Φῶς τὸ ἀληθινό!


Τα μάτια της ψυχής μου.

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

SPANISH TRAIN.



There's a Spanish train that runs between
Guadalquivir and old Saville,
And at dead of night the whistle blows,
and people hear she's running still...

And then they hush their children back to sleep,
Lock the doors, upstairs they creep,
For it is said that the souls of the dead
Fill that train ten thousand deep!!

Well a railwayman lay dying with his people by his side,
His family were crying, knelt in prayer before he died,
But above his bed just a-waiting for the dead,
Was the Devil with a twinkle in his eye,
"Well God's not around and look what I've found,
this one's mine!!"

Just then the Lord himself appeared in a blinding flash of light,
And shouted at the Devil, "Get thee hence to endless night!!"
But the Devil just grinned and said "I may have sinned,
But there's no need to push me around,
I got him first so you can do your worst,
He's going underground!!"

"But I think I'll give you one more chance"
said the Devil with a smile,
"So throw away that stupid lance,
It's really not your style",
"Joker is the name, Poker is the game,
we'll play right here on this bed,
And then we'll bet for the biggest stakes yet,
the souls of the dead!!"

And I said "Look out, Lord, He's going to win,
The sun is down and the night is riding in,
That train is dead on time, many souls are on the line,
Oh Lord, He's going to win!.."

Well the railwayman he cut the cards
And he dealt them each a hand of five,
And for the Lord he was praying hard
Or that train he'd have to drive...
Well the Devil he had three aces and a king,
And the Lord, he was running for a straight,
He had the queen and the knave and nine and ten of spades,
All he needed was the eight...

And then the Lord he called for one more card,
But he drew the diamond eight,
And the Devil said to the son of God,
"I believe you've got it straight,
So deal me one for the time has come
To see who'll be the king of this place,
But as he spoke, from beneath his cloak,
He slipped another ace...

Ten thousand souls was the opening bid,
And it soon went up to fifty-nine,
But the Lord didn't see what the Devil did,
And he said "that suits me fine",
"I'll raise you high to a hundred and five,
And forever put an end to your sins",
But the Devil let out a mighty shout, "My hand wins!!"

And I said "Lord, oh Lord, you let him win,
The sun is down and the night is riding in,
That train is dead on time, many souls are on the line,
Oh Lord, don't let him win..."

Well that Spanish train still runs between,
Guadalquivir and old Saville,
And at dead of night the whistle blows,
And people fear she's running still...
And far away in some recess
The Lord and the Devil are now playing chess,
The Devil still cheats and wins more souls,
And as for the Lord, well, he's just doing his best...

And I said "Lord, oh Lord, you've got to win,
The sun is down and the night is riding in,
That train is still on time, oh my soul is on the line,
Oh Lord, you've got to win..."


CHRIS DE BURGH

STAIRWAY TO HEAVEN



"Stairway To Heaven"

There's a lady who's sure all that glitters is gold
And she's buying the stairway to heaven.
When she gets there she knows, if the stores are all closed
With a word she can get what she came for.
Ooh, ooh, and she's buying the stairway to heaven.

There's a sign on the wall but she wants to be sure
'Cause you know sometimes words have two meanings.
In a tree by the brook, there's a songbird who sings,
Sometimes all of our thoughts are misgiven.
Ooh, it makes me wonder,
Ooh, it makes me wonder.

There's a feeling I get when I look to the west,
And my spirit is crying for leaving.
In my thoughts I have seen rings of smoke through the trees,
And the voices of those who stand looking.
Ooh, it makes me wonder,
Ooh, it really makes me wonder.

And it's whispered that soon if we all call the tune
Then the piper will lead us to reason.
And a new day will dawn for those who stand long
And the forests will echo with laughter.

If there's a bustle in your hedgerow, don't be alarmed now,
It's just a spring clean for the May queen.
Yes, there are two paths you can go by, but in the long run
There's still time to change the road you're on.
And it makes me wonder.

Your head is humming and it won't go, in case you don't know,
The piper's calling you to join him,
Dear lady, can you hear the wind blow, and did you know
Your stairway lies on the whispering wind.

And as we wind on down the road
Our shadows taller than our soul.
There walks a lady we all know
Who shines white light and wants to show
How everything still turns to gold.
And if you listen very hard
The tune will come to you at last.
When all are one and one is all
To be a rock and not to roll.

And she's buying the stairway to heaven.

LED ZEPPELIN

Αφιερωμένο στον αγαπητό μου φίλο Παρείσακτο.

ΣΚΑΚΙ


Σκάκι


Ι
Συγκεντρωμένοι οι παίχτες νύχτα μέρα
καθοδηγούν τα αδιάφορα τα πιόνια.
Ως το πρωί θα κλείνει η σκακιέρα
δύο χρώματα που αντιμάχονται αιώνια.
Μέσα, τα πιόνια αναδίδουν μια προσήλωση
μαγευτική: ευκίνητα άλογα, πύργοι ομηρικοί,
βασιλιάς στα μετόπισθεν, η βασίλισσα πάνοπλη,
στρατιώτες επίμονοι, διαγώνιοι αξιωματικοί.
Μα κι όταν αποσύρονται οι παίχτες,
από το χρόνο πιά εξαντλημένοι,
η δράση εξακολουθεί και επιμένει.
Απ΄την Ανατολή έχει ο πόλεμος αυτός ανάψει.
Το δίχτυ του σ' ολόκληρη τη γή απλώνει.
Μα ούτε η μια παρτίδα ούτε η άλλη δεν τελειώνει.


ΙΙ
Φρενιασμένη βασίλισσα, πύργος ευθύς, αξιωματικός
λοξός, στρατιώτης πολυμηχανος, βασιλιάς ασθενικός
ψάχνονται στο ασπρόμαυρο πεδίο του αοράτου
να συγκρουστούν σιωπηλά μέχρι θανάτου
Δεν ξέρουν πως το αποφασισμένο χέρι
του παίχτη τους ρυθμίζει την πορεία τέλεια,
δεν ξέρουν καν πως μια ασύλληπτη νομοτέλεια
τις αποφάσεις και τη διαδρομή τους περιφέρει.
Αλλά κι ο παίχτης είναι επίσης ένας αιχμάλωτος
μιας άλλης σκακιέρας με νύχτες μαύρες
(η έκφραση είναι του Ομάρ) και άσπρες μέρες.
Ο Θεός ελέγχει τον παίχτη κι ο παίχτης τα πιόνια
Μα τάχα ποιός θεός, πίσω από το Θεό, κινεί αιώνια
τα νήματα του χρόνου, του ονείρου και της αγωνίας;


Χόρχε Λούις Μπόρχες
Μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2009

ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑ.Ο Μύθος του Ηρός.


Όπως είναι γνωστό ο Πλάτων αγαπά να αφηγήται με μύθους τα πιο παράδοξα των διαλόγων του. Με τον μύθο του Ηρός λοιπόν τελειώνει η "Πολιτεία".
Ο Ηρός σκοτώθηκε στον πόλεμο και το σώμα του έμεινε άταφο για 12 ημέρες. Όταν πήγαν να το θάψουν, ξαναγύρισε στηνζωή και διηγήθηκε όσα είδε εκεί που είχε πάει.
Ήταν ένα σταυροδρόμι μεταξύ ουρανού και γης και εκεί ήσαν καθισμένοι δικαστές που έστελναν τους δίκαιους δεξιά προς τον ουρανό, τους άδικους αριστερά, προς τα τάρταρα. Και συγχρόνως άλλες ψυχές ανέβαιναν από την γη και άλλες κατέβαιναν από τον ουρανό.
Κάθε ψυχή βασανίζονταν για τα αδικήματα που είχε κάνει και ευδαιμονούσε για τις ευεργεσίες και την διακαιοσύνη που είχε ασκήσειο στον επίγειο βίο. Κάθε ψυχή διάλεγε τον τρόπο του μελλοντικού βίου της, αλλά οι πιο πολλές δεν γνώριζαν να διαλέξουν σωστά. Τις περισσότερες φορές την εκλογή κανόνιζαν οι συνήθειες και οι εντυπώσεις της προηγούμενης ζωής.
Όταν ο καθένας διάλεγε τον μελλοντικό βίο του, παρουσιάζονταν στις τρείς μοίρες τη Λάχεση, την Κλωθώ και την Άτροπο, που ήσαν κόρες της Ανάγκης. Κατόπιν έπινε από το νερό της Λήθης, λησμονούσε τα προηγούμενα και προχωρούσε με μια νέα γέννηση.
Πλάτων, Πολιτεία.